- φάγρος
- (I)ὁ, Α(κρητ. τ.) η ακόνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. φάγρος μπορεί να συνδεθεί με το αρμεν. επιθ. bark (για γεύση) «πικρός, δριμύς», αλλά και «βίαιος, οργισμένος», πιθ. ως ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. *φαγρός με αναβιβασμό τού τόνου. Η σύνδεση αυτή θεωρείται πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική άποψη και θα οδηγούσε στην αναγωγή τών δύο τ. στην ΙΕ ρίζα *bhag- «αιχμηρός, οξύς» με επίθημα -το- (πρβλ. τάφ-ρος). Ωστόσο, το αρμεν. bark ανάγεται από άλλους μελετητές σε ΙΕ τ. *bhorgw-os «απότομος, εχθρικός»].————————(II)ὁ, Αείδος ψαριού, το φαγγρί, πάγρος*.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ορισμένοι μελετητές ανάγουν το όν. τού ψαριού στη λ. φάγρος (Ι) «ακόνη», λόγω τών αιχμηρών δοντιών ή τού σχήματος τού ψαριού].
Dictionary of Greek. 2013.